επιχρύσωμα

επιχρύσωμα
το, -ατος
1. λεπτό στρώμα χρυσού, που καλύπτει την επιφάνεια των επίχρυσων (βλ. λ.) αντικειμένων, βαράκι.
2. η επιχρύσωση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιχρύσωμα — το 1. λεπτό στρώμα χρυσού με το οποίο γίνεται η επιχρύσωση 2. επιχρύσωση, μαλαμοκάπνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Ηρακλή Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”